προστυχιά

προστυχιά
η
1. η ιδιότητα του πρόστυχου, η χυδαιότητα, η ευτέλεια, η κακή ποιότητα.
2. πρόστυχη, ανήθικη πράξη: Αυτό που έκανες είναι προστυχιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προστυχιά — η, Ν [πρόστυχος] 1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια 2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές») …   Dictionary of Greek

  • αισχημοσύνη — αἰσχημοσύνη, η (Α) αισχρότητα, προστυχιά …   Dictionary of Greek

  • ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • μικροπρέπεια — η (Α μικροπρέπεια και μτγν. τ. σμικροπρέπεια) [μικροπρεπής] 1. ο χαρακτήρας τού μικροπρεπούς, το να κάνει κανείς πράγματα που ταιριάζουν σε ασήμαντους ή ποταπούς ανθρώπους, αναξιοπρέπεια, ευτέλεια χαρακτήρα 2. χυδαιότητα, προστυχιά αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα …   Dictionary of Greek

  • ποταπότητα — η, Ν η ιδιότητα τού ποταπού, ευτέλεια, μηδαμινότητα, προστυχιά («ποταπότητα συμπεριφοράς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταπός. Η λ., στον λόγιο τ. ποταπότης, μαρτυρείται από το 1825 στο Γραικογαλλικόν Λεξικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

  • προστυχάδα — η, Ν η προστυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άδα (Ι) (πρβλ. πονηρ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • προστυχοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά κακής ποιότητας 2. πρόστυχη πράξη, προστυχιά …   Dictionary of Greek

  • χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… …   Dictionary of Greek

  • χυδαιότητα — η / χυδαιότης, ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος] η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.) νεοελλ. χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”